- Ορινόκος
- ο р. Ориноко
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Ορινόκος — (Orinoco). Ποταμός της Νότιας Αμερικής, ολόκληρος σχεδόν στη Βενεζουέλα, που εκβάλλει στον Ατλαντικό ωκεανό με ένα ευρύ δέλτα (Δέλτα Αμακούρο, 2.0000 τ. χλμ.). Πηγάζει από τη Σιέρα Παρίμα, στο νότιο τμήμα της Βενεζουέλας (έδαφος του Αμαζονίου)… … Dictionary of Greek
Σάουθερν, Τόμας — (Southerne). Άγγλος θεατρικός συγγραφέας (Οξμαντάουν, Δουβλίνο 1660 Λονδίνο 1746). Εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο και συνδέθηκε φιλικά με τον Τ. Ντράεντεν, του οποίου προλόγησε πολλά δράματα. Ξεκίνησε με το γράψιμο κωμωδιών (Ο πιστός αδελφός, 1682 και … Dictionary of Greek